υμήναιος

υμήναιος
ὁ, Α
βλ. υμέναιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Гименей — (Ύμήν, Ύμήναιος): 1) Название особого рода хоровой песни у древних, певшейся при проводах невесты в дом жениха юношами и девицами. Постоянным припевом ее было: Ύμήν ώ, Ύμέναι ώ . 2) Божество брака, собственно олицетворенная брачная песнь. Г.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • υμέναιος — I Αρχικά η λέξη δήλωνε το γαμήλιο τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες, οι οποίες συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Αργότερα όμως, σε ταύτιση με το όνομα Υμήν, σήμαινε και το θεό του γάμου, που τον απεικόνιζαν ως νέο, κάποτε φτερωτό, και γύρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”